ἑτοιμοκόλλιξ
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, A one who gives rolls freely, Com.Adesp.1094.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοκόλλιξ: ῐκος, ὁ, ὁ χορηγῶν ἑτοίμως «κολλίκια» ἢ «κουλλούρια», Κωμ. Ἀνών. 163 (Ἡσύχ. ἐν λ. ὀλισβοκόλλιξ).
Greek Monolingual
ἑτοιμοκόλλιξ, ὁ (Α)
αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + κόλλιξ «κουλλούρι»].