ἔκχρησις
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
εως, ἡ, A loan, SIG742.52 (pl., Ephesus, i B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκχρησις: -εως, ἡ, δάνειον γενόμενος ὑφ’ ὅρους τινάς, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 205.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
prenda, garantía en un tipo de contratos de préstamo ἐκχρήσεις λαμβάνειν IEphesos 8.55, cf. 51, 57 (I a.C.).
Greek Monolingual
ἔκχρησις (Α)
εκδανεισμός, δάνειο χρημάτων χωρίς τόκο ή δάνειο πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και κατόπιν να επιστραφούν.