ἔνεμα
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐνίημι) A injection, clyster, Dsc.2.118 (pl.), Gal.13.295, Orib.Fr.60, etc.
German (Pape)
[Seite 837] τό, das Hineingelassene, bes. Klystier, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνεμα: τό, (ἐνίημι) κλύσμα, Διοσκ. 2. 144.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. enema, lavativa πρὸς δηγμοὺς ἐντέρων Dsc.2.118.2, cf. Androm. en Gal.13.295, Paul.Aeg.3.42.4, Gal.10.861, τὸ ἔ. ἀνακινεῖν Antyll. en Orib.10.24.9, cf. Orib.Ec.59.2, Archig. en Aët.9.28, δὸς ἔ. ... διὰ τῆς ἕδρας Sch.Nic.Al.139a.
Greek Monolingual
το (Α ἔνεμα)
1. αυτό το οποίο ενίεται, εισάγεται με κλυστήρι
2. κλύσμα.