κλυστήρι

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

το (AM κλυστήριον)
(νεοελλ.-μσν.)
1. κλυστήρας
2. κλύσμα
αρχ.
κλυστηρίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. -ι(ον), πρβλ. ποτήρ-ι(ον), ποτιστήρ-ι(ον)].