ἀκοντοβόλος

Revision as of 13:27, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ον, A dart-throwing, A.R.2.1000: as substantive in plural, Agath.3.20.

German (Pape)

[Seite 77] speerwerfend, Ap. Rh. 2, 1000; Opp. C. 3, 155.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοντοβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων τὸ ἀκόντιον, Ἀπολλ. Ροδ. 2. 1000.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
tirador de jabalina Χαδήσιαι A.R.2.1000
subst. οἱ ἀ. Agath.3.20.9, ἀ. αἰζηοί Opp.C.3.135.

Greek Monolingual

ἀκοντοβόλος, -ον (AM)
αυτός που ρίχνει το ακόντιο
μσν.
(το αρσενικό πληθυντικού ως ουσιαστικό) οἱ ἀκοντοβόλοι
οι ακοντιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκων (Ι) -οντος + -βόλος < βάλλω].