ἀνθρωποπλάστης
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ου, ὁ, A fashioner of men, Ph.1.652.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ creador de hombres de Dios, Ph.1.652.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνθρωποπλάστης)
αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].