ἀνθρωποπλάστης

From LSJ
Revision as of 16:25, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποπλάστης Medium diacritics: ἀνθρωποπλάστης Low diacritics: ανθρωποπλάστης Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: anthrōpoplástēs Transliteration B: anthrōpoplastēs Transliteration C: anthropoplastis Beta Code: a)nqrwpopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A fashioner of men, Ph.1.652.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ creador de hombres de Dios, Ph.1.652.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρωποπλάστης)
αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].