ἀνισοσκελής

From LSJ
Revision as of 16:20, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐσοσκελής Medium diacritics: ἀνισοσκελής Low diacritics: ανισοσκελής Capitals: ΑΝΙΣΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: anisoskelḗs Transliteration B: anisoskelēs Transliteration C: anisoskelis Beta Code: a)nisoskelh/s

English (LSJ)

ές, A with uneven legs, Sch.D.P.175; with tails of unequal length, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσοσκελής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175.

Spanish (DGE)

-ές
1 que tiene extremos desiguales de un vendaje, Heliod. en Orib.48.63 tít.
2 geom. escaleno de un triángulo, Papp.106.14, Hero Metr.10.15
de un trapezoide que tiene lados desiguales Sch.D.P.175.

Greek Monolingual

(ούς,) -ές (Α ἀνισοσκελής)
αυτός που έχει άνισα σκέλη
νεοελλ.
φρ.
1. «ανισοσκελές τρίγωνο» — τρίγωνο του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο μήκος
2. «ανισοσκελής προϋπολογισμός» — εκείνος ο οποίος δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα.