ἀντικατάγω
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
[ᾰγ], A bring in instead:—Pass., ἀντικαταχθῆμέν τινι come into the place of another, Ti.Locr.101d.
German (Pape)
[Seite 252] (s. ἄγω), dagegen, zum Ersatz einführen, Tim. Locr. 101 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικατάγω: κατάγω ἀντὶ τινος: - Παθ., ἀντικαταχθῆμέν τινι, ἐλθεῖν εἰς τὴν θέσιν ἑτέρου, Τίμ. Λοκρ. 101D.
Spanish (DGE)
introducir en lugar de en v. pas. ἀντικαταχθῆμεν τὸ ἴσον τῷ ἀναλωθέντι (en teorías sobre la respiración), Ti.Locr.101d.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικατάγω: сызнова или взамен вводить: ἀντικαταχθῆμεν τῷ ἀναλωθέντι Plat. вводиться на место исчезнувшего.