ἀποδεσμεύω

From LSJ
Revision as of 15:55, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεσμεύω Medium diacritics: ἀποδεσμεύω Low diacritics: αποδεσμεύω Capitals: ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: apodesmeúō Transliteration B: apodesmeuō Transliteration C: apodesmeyo Beta Code: a)podesmeu/w

English (LSJ)

A bind fast, LXX Pr.26.8, Hippiatr.77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεσμεύω: καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).

Spanish (DGE)

atar fijamente λίθον ἐν σφενδόνῃ LXX Pr.26.8, cf. Hippiatr.77.

Greek Monolingual

(AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)
νεοελλ.
1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω
2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τους
αρχ.
δένω σφιχτά.