ἁμαξηγός
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ὁ, A = Βοώτης, Eust.1535.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξηγός: ὁ, = ἁμαξηλάτης, Εὐστάθ. 1535.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ conductor del carro de la estrella Arturo, Eust.1535.30.
Greek Monolingual
ἁμαξηγός, ο (Μ)
οδηγός άμαξας, ηνίοχος, αμαξηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -αγός < ἄγω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-ηγός) του β΄ συνθετικού].