ἁλοσάνθινος

From LSJ
Revision as of 00:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλοσάνθινος Medium diacritics: ἁλοσάνθινος Low diacritics: αλοσάνθινος Capitals: ΑΛΟΣΑΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: halosánthinos Transliteration B: halosanthinos Transliteration C: alosanthinos Beta Code: a(losa/nqinos

English (LSJ)

η, ον, A prepared with efflorescence of salt, οἶνος Dsc.5.76 tit.

German (Pape)

[Seite 109] οἶνος, mit seinem Salz angemachter Wein, Purgirmittel, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλοσάνθινος: -η, -ον, ὁ οἶνος χρησιμεύων ὡς καθαρτικὸν καὶ κατασκευαζόμενος «δι’ ἁλὸς ἄνθους» δηλ. διὰ λεπτοτάτου ἅλατος ἀναμιγνυομένου μετ’ αὐτοῦ, Διοσκ. 5. 76.

Greek Monolingual

ἁλοσάνθινος, -η, -ον (Α) αλόσανθον
(κρασί) εμπλουτισμένο με αλόσανθον, που χρησίμευε ως καθαρτικό.