ἁρπάλιμος
From LSJ
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
English (LSJ)
η, ον, A = ἁρπακτός, προσφιλής, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάλιμος: -η, -ον, = «ἁρπακτός, προσφιλής», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-η, -ον que es fruto del robo Hsch.