Σεράπειον
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sanctuaire de Sérapis.
Étymologie: Σέραπις.
Greek Monolingual
και Σεραπεῑον, τὸ, Α
βλ. Σαραπεῑον.