μαυσωλείο
From LSJ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
Greek Monolingual
το (Α μαυσώλειον και μαυσωλεῑον)
1. μεγαλοπρεπής τάφος του σατράπη της Καρίας Μαυσώλου, που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό
2. κάθε μεγαλοπρεπής τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαύσωλος.