καναπές
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
ο
άνετο μακρύ κάθισμα για πολλά άτομα, ανάκλιντρο, ντιβάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. canape < μσν. γαλλ. conope παραπέτασμα κρεβατιού» < λατ. conopeum «κουνουπιέρα» < αρχ. ελλ. κωνωπ-εῑον «κουνουπιέρα» < κώνωψ.