καναπές

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
άνετο μακρύ κάθισμα για πολλά άτομα, ανάκλιντρο, ντιβάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. canape < μσν. γαλλ. conope παραπέτασμα κρεβατιού» < λατ. conopeum «κουνουπιέρα» < αρχ. ελλ. κωνωπ-εῑον «κουνουπιέρα» < κώνωψ.