εἰσκτάομαι
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
A acquire, εὔκλειαν E.Fr.238.
German (Pape)
[Seite 744] sich (hinein) erwerben, Eur. frg. Archel. 10.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι, εὔκλειαν Εὐρ. Ἀποσπ. 240.
Spanish (DGE)
ganarse, granjearse εὔκλειαν E.Fr.Arch.12.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκτάομαι: приобретать, снискивать (εὔκλειαν Eur.).