εὐπροσηγορία
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ἡ, A affability, Isoc.1.20.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: εὐπροσήγορος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπροσηγορία) ευπροσήγορος
η προσήνεια, η καταδεκτικότητα.
Russian (Dvoretsky)
εὐπροσηγορία: ἡ обходительность, общительность, приветливость Isocr.