εὔκουρος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ον, (κείρω) A well-shorn, Hegem. ap. Ath.15.698e.
German (Pape)
[Seite 1076] wohlgeschoren, Hegem. Ath. XV, 698 e.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκουρος: -ον, (κείρω) καλῶς κεκαρμένος, Ἡγήμων παρ’ Ἀθην. 698Ε.
Greek Monolingual
εὔκουρος, -ον (Α)
ο κουρεμένος καλά ή τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κουρά «κοπή μαλλιών»].