οἰκτροκέλευθος

From LSJ
Revision as of 16:24, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτροκέλευθος Medium diacritics: οἰκτροκέλευθος Low diacritics: οικτροκέλευθος Capitals: ΟΙΚΤΡΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: oiktrokéleuthos Transliteration B: oiktrokeleuthos Transliteration C: oiktrokelefthos Beta Code: oi)ktroke/leuqos

English (LSJ)

ον, A going a wretched journey, Man.4.222.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτροκέλευθος: -ον, ὁ οἰκτρὰν ὁδὸν πορευόμενος, ἀθλίαν ὁδοιπορίαν ἐκτελῶν, Μανέθων 4. 222.

Greek Monolingual

οἰκτροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κάνει άθλια οδοιπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή» (πρβλ. λοξο-κέλευθος)].