οὐσιοποιός

From LSJ
Revision as of 16:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐσιοποιός Medium diacritics: οὐσιοποιός Low diacritics: ουσιοποιός Capitals: ΟΥΣΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ousiopoiós Transliteration B: ousiopoios Transliteration C: ousiopoios Beta Code: ou)siopoio/s

English (LSJ)

όν, A creating substance or essence, Herm.in Phdr. p.153 A., Procl.Inst.157, Dam.Pr.83, Simp.in Cat.325.20, etc.

Greek (Liddell-Scott)

οὐσιοποιός: -όν, = οὐσίαν ποιῶν, Ἑρμίας ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 153, Φώτ.

Greek Monolingual

οὐσιοποιός, -όν (ΑΜ)
αυτός που δημιουργεί ουσία, δηλ. ύπαρξη ή περιουσία
αρχ.
αυτός που ορίζεται από την ύπαρξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + -ποιός].