οὐσιάζω
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
A make magically efficacious by applying an οὐσία v, PMag.Lond.121.463.
Spanish
dotar de poder mágico por medio de una entidad
Greek Monolingual
οὐσιάζω (Α) ουσία
επιτυγχάνω κάτι με την εφαρμογή της μαγικής ουσίας.