τεχνουργός

From LSJ
Revision as of 13:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνουργός Medium diacritics: τεχνουργός Low diacritics: τεχνουργός Capitals: ΤΕΧΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: technourgós Transliteration B: technourgos Transliteration C: technourgos Beta Code: texnourgo/s

English (LSJ)

όν, A industrial, of Solon's third class, μοῖρα τεχνουργός (sc. πολιτείας) Lyd.Mag.1.47.

Greek Monolingual

ο, η / τεχνουργός, -όν ΝΜΑ
τεχνίτης, δημιουργός («μοῑρα τεχνουργός», Ιω. Λυδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ασκεί μια τέχνη
2. αυτός που κατασκευάζει κάτι περίτεχνα, καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].