ἀσπιδοπηγός
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ὁ, A shield-maker, Poll.1.149, Them.Or.15.197c.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, Schildmacher, Poll. 1, 149.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδοπηγός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀσπίδας, Πολυδ. Α΄, 149, Θεμίστ. 197C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de boucliers.
Étymologie: ἀσπίς, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
fabricante de escudos Poll.1.149, 7.155, Them.Or.15.197c.
Greek Monolingual
ἀσπιδοπηγός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -πηγός < πήγνυμι.