ἕλκηθρον
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
τό, A stock of the plough, Thphr.HP5.7.6.
German (Pape)
[Seite 798] τό, ein Theil des Pflugs, vielleicht = ἔλυμα, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλκηθρον: τό, μέρος τοῦ ἀρότρου, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6· πρβλ. ἔλυμα.
Spanish (DGE)
-ου, τό agr. timón del arado, Thphr.HP 5.7.6.