ἡμικλίβανος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, A half-share in a bakehouse, PLond. 5.1724.33 (vi A.D.).
Greek Monolingual
ἡμικλίβανος, ὁ (Α)
πάπ. το μισό μέρος ενός κλιβάνου χωρισμένου στα δύο, το μισοφούρνι.