ἱκετευτικός

From LSJ
Revision as of 18:15, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετευτικός Medium diacritics: ἱκετευτικός Low diacritics: ικετευτικός Capitals: ΙΚΕΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hiketeutikós Transliteration B: hiketeutikos Transliteration C: iketeftikos Beta Code: i(keteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A supplicatory, Sch.S.OT 143; = precarius, Gloss. Adv. -κῶς Hsch. s.v. ἀντήδης.

German (Pape)

[Seite 1247] den Schutzflehenden betreffend, flehend; Schol. Soph. O. R. 143; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετευτικός: -ή, -όν, παρακλητικός, Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντήδην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱκετευτικός, -ή, -όν) ικετεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός.
επίρρ...
ικετευτικώς και -ά (Α ἱκετευτικῶς)
με ικετευτικό τρόπο.