ὀξυκέλευθος

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκέλευθος Medium diacritics: ὀξυκέλευθος Low diacritics: οξυκέλευθος Capitals: ΟΞΥΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: oxykéleuthos Transliteration B: oxykeleuthos Transliteration C: oksykelefthos Beta Code: o)cuke/leuqos

English (LSJ)

ον, A quick-travelling, δρόμος Nonn.D.5.233 codd. (λοξοκέλευθον Koch, Ludw.).

German (Pape)

[Seite 352] schnell reisend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως ὁδοιπορῶν, Νόνν. Δ. 5. 233· ὁ Gräfe διωξικέλευθον.

Greek Monolingual

ὀξυκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που διασχίζει τους δρόμους γρήγορα, που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέλευθος «οδός» (πρβλ. ομο-κέλευθος)].