ὀπωριαῖος

From LSJ
Revision as of 18:01, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωριαῖος Medium diacritics: ὀπωριαῖος Low diacritics: οπωριαίος Capitals: ΟΠΩΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: opōriaîos Transliteration B: opōriaios Transliteration C: oporiaios Beta Code: o)pwriai=os

English (LSJ)

α, ον, A autumnal, τὰ ὀπωριαῖα = ὀπώρα ΙΙ, fruit, Thphr.Ign.41.

German (Pape)

[Seite 364] zur ὀπώρα gehörig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωριαῖος: -α, -ον, φθινοπωρινός, τὰ ὀπωριαῖα, = ὀπώρα ΙΙ, καρπός, Θεοφρ. π. Πυρ. 41.

Greek Monolingual

ὀπωριαῖος, -αία, -ον (Α)
1. φθινοπωρινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῖα
τα φρούτα, τα οπωρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωρ-ιαίος)].