ὀρθόκωλος

From LSJ
Revision as of 09:11, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόκωλος Medium diacritics: ὀρθόκωλος Low diacritics: ορθόκωλος Capitals: ΟΡΘΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: orthókōlos Transliteration B: orthokōlos Transliteration C: orthokolos Beta Code: o)rqo/kwlos

English (LSJ)

ον, A with limbs fixed in extended position, ib.623; ἵπποι τὰ γόνατα ἔχοντες σκληρὰ καὶ ὅμοια τοῖς ὀρθοκοίλοις (sic) Hippiatr.115.

German (Pape)

[Seite 375] mit graden, steifgewordenen Gliedern, die nicht mehr gekrümmt werden können, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκωλος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθά, σκληρὰ μέλη, Γαλην.

Greek Monolingual

ὀρθόκωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει άκαμπτα, τεντωμένα σκέλη, ορθόκυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κωλος (< κῶλον «σκέλος»), πρβλ. μακρό-κωλος].