Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁλόστομος

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόστομος Medium diacritics: ὁλόστομος Low diacritics: ολόστομος Capitals: ΟΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: holóstomos Transliteration B: holostomos Transliteration C: olostomos Beta Code: o(lo/stomos

English (LSJ)

ον, A tempered all through, of an iron ring, PMag.Par.1.2961; σίδηρος Cyran.6.

Spanish

templado por completo

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
ζωολ. χαρακτηρισμός του οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή.
(II)
ὁλόστομος, -ον (Α)
(για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στόμα.