ὁλότροχος
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
περιφερὴς λίθος, Hsch. (Cf. ὀλοίτροχος.) ὁλουρίδας· εἶδος κόγχης, Id. ὀλούροισιν· ἄνω τῆς θύρας στρόφιγγες, Id. ὀλούφω, A = ὀλόπτω, Phot.; cf. ὀλουφεῖν· τίλλειν, Hsch., and v. διολούφειν.
German (Pape)
[Seite 327] zur Erkl. von ὁλοίτροχος gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλότροχος: ὁ, ἴδε ὁλοίτροχος.
Greek Monolingual
ὁλότροχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «περιφερὴς λίθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος].