ὑψιδαίδαλτος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ον, A high and richly wrought, τρίποδες B.3.18.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο περίτεχνα και πλούσια κατεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δαιδάλλω «κοσμώ, ποικίλλω»].