πολύαρχος

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαρχος Medium diacritics: πολύαρχος Low diacritics: πολύαρχος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΧΟΣ
Transliteration A: polýarchos Transliteration B: polyarchos Transliteration C: polyarchos Beta Code: polu/arxos

English (LSJ)

ον, ruling over many, Corn.ND35.

German (Pape)

[Seite 659] vielherrschend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαρχος: -ον, ὁ ἐπὶ πολλῶν ἄρχων, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 35· τὸ πολύαρχον = πολυαρχία, Γρηγ. Ναζ. 3, 414Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πολλούς, που διοικεί πολλούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύαρχον
πολυαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].