ἔκμαξις
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
εως, ἡ, wiping, Arist.Insomn.460a16.
German (Pape)
[Seite 768] ἡ, das Aus-, Abwischen, Arist. de insomn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκμαξις: -εως, ἡ, σπόγγισμα, Ἀριστ. π. Ἐνυπνίων 2. 11.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
pulimento por frotación, δεῖ δὲ νοῆσαι ... τὴν τοῦ ἀέρος ἁφὴν ... ὥσπερ ἔκμαξιν sobre el bronce, Arist.Insomn.460a16.
Greek Monolingual
ἔκμαξις, η (Α)
σφούγγισμα.
Russian (Dvoretsky)
ἔκμαξις: εως ἡ вытирание (τρίψις καὶ ἔ. Arst.).