νώμησις

Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A observation, σκέψιν καὶ ν. Pl.Cra.411d. II motion, Suid.

German (Pape)

[Seite 273] ἡ, 1) Bewegung, Suid. erkl. κίνησις. – 2) die Beobachtung, das Wahrnehmen, δηλοῖ γονῆς σκέψιν καὶ νώμησιν, Plat. Crat. 411 d.

Greek (Liddell-Scott)

νώμησις: ἡ, (νωμάω) παρατήρησις, σκέψις καὶ ν. Πλάτ. Κρατ. 411D· ἴδε νωμάω ἐν τέλ. ΙΙ. κίνησις, ἴδε νωμάω ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

νώμησις, ἡ (Α) νωμώ
1. παρατήρηση
2. (κατά το λεξ. Σούδα) κίνηση.

Russian (Dvoretsky)

νώμησις: εως ἡ наблюдение, обдумывание (σκέψις καὶ ν. Plat.).