ταλάντωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A weighing, Antipho Soph.42. 2 (from Pass.) ebb and flow, tidal motion, Arist.Mete.354a11.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, das Wägen, übh. das Hin- u. Herbewegen, pass. das Schwanken. Bei Antipho nach Poll. 9, 53 = βάρος.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλάντωσις: ἡ, στάθμησις, ζύγισις, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Θ΄, 53. 2) (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ κινεῖσθαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, τὸ ταλαντεύεσθαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 9.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλάντωσις: εως ἡ колебание, качание Arst.