μελίγαρυς
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
Doric for μελίγηρυς.
German (Pape)
[Seite 122] dor. = μελίγηρυς, w. m. s.
English (Slater)
μελῐγᾱρυς
1 sweet voiced μελιγάρυες ὕμνοι (O. 11.4), (P. 3.64) μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.4) μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.3) κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.47)
Russian (Dvoretsky)
μελίγᾱρυς: υος adj. дор. = μελίγηρυς.