ἀμπολέω
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Full diacritics: ἀμπολέω | Medium diacritics: ἀμπολέω | Low diacritics: αμπολέω | Capitals: ΑΜΠΟΛΕΩ |
Transliteration A: ampoléō | Transliteration B: ampoleō | Transliteration C: ampoleo | Beta Code: a)mpole/w |
poet. for ἀναπολέω.
ἀμπολέω
1 go over met., of repetition ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.104), cf. ἀναπολίζω.
ἀμπολέω: Pind. = ἀναπολέω.