Ἕλλαν

From LSJ
Revision as of 14:31, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

French (Bailly abrégé)

dor. c. Ἕλλην.

English (Slater)

Ἕλλαν adj.,
   1 Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) (Αἴας) μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν (I. 4.36) βούλομαι παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.