wagenmenner
From LSJ
Dutch > Greek
σημάντωρ, τροχηλάτης, ἡνίοχος, ἁρματηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου
σημάντωρ, τροχηλάτης, ἡνίοχος, ἁρματηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου