σημάντωρ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A (σημαίνω ΙΙ) one who gives a signal, leader, commander, Il.4.431, cf. Od.19.314; of a horse, driver, Il.8.127; of a herd, herdsman, 15.325, Q.S.13.74; θεῶν σημάντωρ, of Zeus, Hes.Sc.56; σ. ἄνδρες h.Ap.542; ἐθνέων ἦσαν ἄλλοι σημάντορες, of the subordinate officers, Hdt.7.81.
2 informer, guide, S.OT 957 (v.l. σημήνας); παγίδων σημάντορα φελλόν indicator of the nets, AP6.27 (Theaet.); μόλιβον, σελίδων σ. πλευρῆς (v. σελίς ΙΙ), ib.62 (Phil.), cf. 64 (Paul. Sil.).
II later as adjective, even in fem., σημάντορι φωνῇ Nonn. D. 37.551; σ. καπνῷ Tryph.237.
German (Pape)
[Seite 874] ορος, ὁ, der ein Zeichen, einen Befehl giebt, wie σημαντήρ; dah. Anführer, Gebieter, Herr; insbes. der Herr des Rosses, Rosselenker, Il. 8, 127; der Herr, Hüter der Heerde, Hirt, 15, 325; θεῶν σημάντωρ heißt Zeus bei Hes. Sc. 56; σημάντορες ἄνδρες, H. h. Ap. 542; der Anzeigende, der Bote, αὐτός μοι σὺ σημάντωρ γενοῦ, Soph. O. R. 957; bei Her. 7, 81 Unterbefehlshaber; öfter bei sp. D., die es ganz adjectivisch brauchen, Wern. Tryph. 237.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
I. qui donne le signal ou les ordres, qui commande, qui dirige, d'où
1 maître, chef;
2 conducteur de chevaux, cocher;
3 pâtre, berger;
II. qui annonce.
Étymologie: σημαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σημάντωρ -ορος, ὁ, Dor. σᾱμάντωρ [σημαίνω] gebieder, aanvoerder; spec. wagenmenner; Il. 8.127; herder. Il. 15.325.
Russian (Dvoretsky)
σημάντωρ: ορος ὁ
1 предводитель, начальник (sc. Δαναῶν Hom.; ἐθνέων Her.);
2 руководитель, управитель (ἐνὶ οἴκῳ Hom.);
3 возница: ἵππω δευέσθην σημάντορος Hom. у коней не было возницы;
4 пастух (sc. ὀίων Hom.);
5 вестник Soph.
Greek (Liddell-Scott)
σημάντωρ: -ορος, ὁ, (σημαίνω ΙΙ) ὁ δίδων τὸ σημεῖον, τὸ σύνθημα, ἀρχηγός, στρατηγός, Ἰλ. Δ. 431, πρβλ. Ὀδ. Τ. 314· ἐπὶ ἵππου, ἱππηλάτης, ἔφιππος, Ἰλ. Θ. 127· ἐπὶ ἀγέλης, βουκόλος, Ο. 325· ὁ Ζεὺς καλεῖται θεῶν σ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 56· σημάντορες ἄνδρες Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 542· ἐθνέων ἔσαν ἄλλοι σημάντορες, ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων ἀξιωματικῶν, Ἡρόδ. 7. 81. 2) ὁ ἀναγγέλων τι, ὁδηγός, διάφ. γραφ. παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 957· παγίδων σ. φελλός, ὁ δεικνύων τὰ δίκτυα, Ἀνθ. Π. 6. 27· μόλιβον, σελίδων σημάντορα πλευρῆς (ἴδε σελὶς ΙΙ), αὐτόθι 62, πρβλ. 64. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἁπλῶς ὡς ἐπίθετον, ἔτι καὶ μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σημάντορι φωνῇ Νόνν. Δ. 37. 551, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 237. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σημάντορες· ἐπιτάκτορες, βασιλεῖς. ἡγεμόνες. ἀπὸ τοῦ σημαίνειν, ὅ ἐστι προστάσσειν· ἡνίοχοι. ἐπιστάται».
English (Autenrieth)
ορος (σημαίνω): one who gives the sign, commander, leader, then driver, herder, of horses, cattle, Il. 8.127, Il. 15.325.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
1. αυτός που δίνει το σήμα, το σύνθημα, ο ηγέτης («ἐθνέων ἦσαν ἄλλοι σημάντορες», Ομ. Οδ.)
2. ηνίοχος
3. βουκόλος
4. αυτός που σημαίνει, που αναγγέλλει κάτι («αὐτός μοι σὺ σημάντωρ γένου», Σοφ.)
5. φρ. α) «σημάντορες ἄνδρες» — ηγέτες (Νόνν.)
β) «σημάντορι καπνῷ» — με καπνό που έδινε σήμα (Τρυφιόδ.)
γ) «θεῶν σημάντωρ» — ο Ζευς (Ησιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. μηνύτωρ)].
Greek Monotonic
σημάντωρ: -ορος, ὁ (σημαίνω II),
1. αυτός που δίνει το σήμα, ηγέτης, αρχηγός, σε Όμηρ.· λέγεται για άλογο, καβαλάρης, ιππέας· λέγεται για κοπάδι ζώων, βοσκός, σε Ομήρ. Ιλ.· κατώτερος αξιωματικός, σε Ηρόδ.
2. πληροφοριοδότης, οδηγός, αυτός που αναγγέλλει κάτι, αγγελιοφόρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
σημάντωρ, ορος, ὁ, σημαίνω II]
1. one who gives a signal, a leader, commander, Hom.; of a horse, a driver; of a herd, a herdsman, Il.: a subordinate officer, Hdt.
2. an informer, guide, indicator, Anth.
Translations
herdsman
Arabic: رَاعٍ; Egyptian Arabic: راعي; Bashkir: көтөүсе; Belarusian: пастух; Bulgarian: пастир; Chinese Mandarin: 牧民, 牧人, 牧夫; Czech: pastýř, pastevec, pasák; Dutch: herder; Finnish: paimen; French: éleveur de bétail, gardien; German: Schäfer, Hirt; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: αἰσυητήρ, αἰσυιητήρ, ἀμορβεύς, ἀμορβός, βοηλάτης, βοηνόμος, βοοβοσκός, βοονόμος, βοοτρόφος, βοσκήτωρ, βοσκός, βόσκων, βοτήρ, βότης, βουβότης, βουκαῖος, βουκόλος, βουκόλλων, βοῦκος, βουπελάτης, βουποίμην, βούτας, βούτης, βουτρόφος, βουφορβός, βῶκος, βώτωρ, ἐπιβουκόλος, κτηνοτρόφος, μηλοβότας, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, οἰονόμος, ποιμάν, ποιμήν, σαμάντωρ, σηκοκόρος, σημαντήρ, σημάντωρ, φερβήτης; Hungarian: gulyás; Icelandic: hjarðmaður, hirðir; Irish: feighlí bó, maor, aoire; Italian: bovaro; Japanese: 牧人, 牧夫; Kazakh: бақташы, малшы, сиыршы, табыншы; Korean: 목자(牧者); Latin: armentarius, bubulcus; Lithuanian: piemuo; Macedonian: овчар; Malay: gembala; Manchu: ᠠᡩᡠᠴᡳ; Maori: hēpara; Middle English: herde, herdeman; Mongolian Cyrillic: малчин; Mongolian: ᠮᠠᠯᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Plautdietsch: Hoad; Polish: pastuch; Portuguese: pastor; Romanian: cioban, păstor; Russian: пастух; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Slovak: pastier, pasák; Slovene: pastir; Spanish: pastor, vaquero; Swahili: mchungaji; Swedish: herde, fåraherde; Tuvan: малчын, кадарчы; Ukrainian: пастух; Westrobothnian: gjetar; Yakut: маныыһыт, бостуук