αὐλητρίδιον
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Theopomp.Hist.205, Com.Adesp.25.34D., D.L.7.13.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλητρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ αὐλητρίς, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Διογ. Λ.7.13.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. o despect. de αὐλητρίς flautistilla τοὺς νέους ἐν τοῖς αὐλητριδίοις [καὶ] παρὰ ταῖς ἑταίραις διατρίβειν Theopomp.Hist.213, cf. Com.Adesp.254.34Au., D.L.7.13, Ath.607e.
Greek Monolingual
αὐλητρίδιον, το (Α)
νεαρή αυλητρίδα.
Russian (Dvoretsky)
αὐλητρίδιον: τό флейтисточка Diog. L.