κοτυλίσκιον
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
τό, v. κοτυλίσκος.
Greek Monolingual
κοτυλίσκιον, τὸ (Α) κοτύλη
ο κοτυλίσκος.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠλίσκιον: τό маленькая чашечка Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοτυλίσκιον -ου, τό, demin. van κοτύλη, bekertje.