συγγίνομαι
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
Ionic and later Gr. for συγγίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγγίγνομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι.