στωικισμός

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

ο, Ν
1. (φιλοσ.) (στην αρχ. Ελλάδα και Ρώμη) φιλοσοφική σχολή, ένα από τα πιο υψηλόφρονα και ευγενή φιλοσοφικά συστήματα στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού, η οποία δίδασκε τη συμμετοχή στα ζητήματα του ανθρώπου και πρέσβευε ότι στόχος κάθε έρευνας είναι να προσφέρει στον άνθρωπο έναν τρόπο συμπεριφοράς χαρακτηριζόμενον από πνευματική ηρεμία και βεβαιότητα για την ηθική αξία
2. συνεκδ. η επικράτηση τών ηθικών αρχών της στωικής φιλοσοφίας σε μια κοινωνία ή σε μια χρονική περίοδο
3. (κατ' επέκτ.) ψυχική απάθεια, αταραξία, ηρεμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stoicisme < στωικός + κατάλ. -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδ. Κοραή].

Greek Monolingual

ο, Ν
1. (φιλοσ.) (στην αρχ. Ελλάδα και Ρώμη) φιλοσοφική σχολή, ένα από τα πιο υψηλόφρονα και ευγενή φιλοσοφικά συστήματα στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού, η οποία δίδασκε τη συμμετοχή στα ζητήματα του ανθρώπου και πρέσβευε ότι στόχος κάθε έρευνας είναι να προσφέρει στον άνθρωπο έναν τρόπο συμπεριφοράς χαρακτηριζόμενον από πνευματική ηρεμία και βεβαιότητα για την ηθική αξία
2. συνεκδ. η επικράτηση τών ηθικών αρχών της στωικής φιλοσοφίας σε μια κοινωνία ή σε μια χρονική περίοδο
3. (κατ' επέκτ.) ψυχική απάθεια, αταραξία, ηρεμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stoicisme < στωικός + κατάλ. -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδ. Κοραή].