στωικισμός
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (φιλοσ.) (στην αρχ. Ελλάδα και Ρώμη) φιλοσοφική σχολή, ένα από τα πιο υψηλόφρονα και ευγενή φιλοσοφικά συστήματα στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού, η οποία δίδασκε τη συμμετοχή στα ζητήματα του ανθρώπου και πρέσβευε ότι στόχος κάθε έρευνας είναι να προσφέρει στον άνθρωπο έναν τρόπο συμπεριφοράς χαρακτηριζόμενον από πνευματική ηρεμία και βεβαιότητα για την ηθική αξία
2. συνεκδ. η επικράτηση τών ηθικών αρχών της στωικής φιλοσοφίας σε μια κοινωνία ή σε μια χρονική περίοδο
3. (κατ' επέκτ.) ψυχική απάθεια, αταραξία, ηρεμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stoicisme < στωικός + κατάλ. -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδ. Κοραή].