συγκλονίζω
From LSJ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
Greek Monolingual
ΝΑ
κλονίζω συθέμελα, σείω, συνταράσσω
νεοελλ.
μτφ. προξενώ έντονη συγκίνηση, προξενώ βαθιά ψυχική ταραχή («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλονίζω «σείω, τραντάζω»].
Greek Monolingual
ΝΑ
κλονίζω συθέμελα, σείω, συνταράσσω
νεοελλ.
μτφ. προξενώ έντονη συγκίνηση, προξενώ βαθιά ψυχική ταραχή («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλονίζω «σείω, τραντάζω»].