συμβιβαστικώς
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
συμβιβαστικῶς ΝΜΑ
επίρρ. βλ. συμβιβαστικός.
Greek Monolingual
συμβιβαστικῶς ΝΜΑ
επίρρ. βλ. συμβιβαστικός.