χάριτος
From LSJ
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, acceptable, SIG741.13 (Nysa, i B. C., Epist. proconsulis).
Greek Monolingual
-ίτη, -ον, Α
ευπρόσδεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε -ος, -η, -ον. Πρόκειται για σπάνιο τ., ο οποίος απαντά κυρίως ως β' συνθετικό (πρβλ. ἀχάριτος, εὐχάριτος)].