συναυτουργός

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
δράστης εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή άλλους, συμμέτοχος στη διάπραξη εγκλήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αὐτουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Greek Monolingual

ο, η, Ν
δράστης εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή άλλους, συμμέτοχος στη διάπραξη εγκλήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αὐτουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].